- στενογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].
Dictionary of Greek. 2013.